- Δάλιε
- Δά̱λιε , ΔήλιοςDelianmasc voc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάκρουση — η (Α ἀνάκρουσις) [ἀνακρούω] μετακίνηση προς τα πίσω κατόπιν ωθήσεως, οπισθοδρόμηση, απώθηση νεοελλ. εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρα αρχ. 1. αντίδραση στην αποθάρρυνση 2. (ως μουσ. όρος) αρχή μέλους, προοίμιο, προανάκρουσμα 3. (μετρ.)… … Dictionary of Greek